- κοιλονυχία
- ηπαραμόρφωση τών νυχιών κατά την οποία η επιφάνειά τους καθίσταται κοίλη και η οποία είναι συχνά συγγενής ή έχει σχέση με τη υποβιταμίνωση C και με τις υπόχρωμες αναιμίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ονυχ-ία (< ὄνυξ). Ορθτ. θα ήταν ο τ. -ωνυχ-ία λόγω τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρ-ωνυχ-ία, σκληρ-ωνυχ-ία)].
Dictionary of Greek. 2013.